- χαλκόκτυπος
- -ον, Αχαλκόηχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -κτυπος (< κτύπος), πρβλ. χιονό-κτυπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκόκτυπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκτύπων — χαλκόκτυπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek